Μεϊτζί

Μεϊτζί
(Meiji). Η περίοδος της βασιλείας (1867-1912) του 122ου αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, Μουτσουχίτο, ο οποίος και επονομάστηκε Μ. μετά την ανάρρησή του στον θρόνο. Η λέξη σημαίνει φωτισμένη διακυβέρνηση και η σημασία της εποχής Μ. οφείλεται στο γεγονός ότι αντιπροσωπεύει το τέλος της σογκουνικής (φεουδαρχικής) εξουσίας στην Ιαπωνία, με την ανατροπή του οίκου των Τοκουγκάβα. Το άνοιγμα των λιμανιών Σιμάντα και Χακοντάτε (1854) στη Δύση και οι επαχθείς για την Ιαπωνία συνθήκες που υπέγραψε ο τότε σογκούν Τοκουγκάβα Ιεσάντα (1853-58) δημιούργησαν κλίμα αναταραχής, με αποτέλεσμα να διαφανούν ανανεωτικές τάσεις. Ο Μ. αποτέλεσε σύμβολο ενότητας και άφησε τους υπουργούς του να χειρίζονται ως επί το πλείστον τις υποθέσεις του κράτους. Ενδεικτικό του πνεύματος ανανέωσης της περιόδου υπήρξε το γεγονός ότι η παλιά πόλη Έντο (η οποία μετονομάστηκε σε Τοκιο) εξελίχθηκε σε σχεδόν ισοδύναμη πόλη με την πρωτεύουσα Κιότο. Με την επάνοδο της εξουσίας στα αυτοκρατορικά χέρια, η εποχή Μ. αποτέλεσε την αρχική φάση της νεότερης Ιαπωνίας. Το κράτος εκβιομηχανίστηκε και έθεσε τις βάσεις που το κατέστησαν υπερδύναμη κατά το πρώτο μισό του 20ού αι., αν και άρχισαν να διαφαίνονται οι ιμπεριαλιστικές τάσεις που οδήγησαν την Ιαπωνία στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Τόκιο — Πόλη (11.680.282 κάτ.) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού Χονσού, πρωτεύουσα του κράτους και του ομώνυμου νομού (2.166 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, στα όρια της Πεδιάδας Καντό, και απλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • κιμονό — (kimono). Παραδοσιακό, εξωτερικό ιαπωνικό ένδυμα. Η καταγωγή της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα, οπότε σήμαινε γενικά την ενδυμασία. Το κ. με τη γνωστή του μορφή αποτέλεσε βασικό ένδυμα για τους άνδρες για τις γυναίκες κατά την περίοδο Χεϊάν (794 …   Dictionary of Greek

  • Μιτσούι — Ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά ιαπωνικά συγκροτήματα, οι αρχές του οποίου ανάγονται στον 17o αι., όταν ο Μιτσούι Τακατόσι (1622 1694), έμπορος υφασμάτων και σαράφης, έγινε ένας από τους κυριότερους οικονομικούς παράγοντες της φεουδαρχικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουτσουχίτο — (Κιότο 1852 – Τόκιο 1912). Ο 122ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας (1867 1912). Η περίοδος βασιλείας του ονομάζεται Μεϊτζί. Δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κομέι, πήρε το όνομα M. τον Σεπτέμβριο του 1860, όταν ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου.… …   Dictionary of Greek

  • Ναγκόγια — (Nagoya). Πόλη (2.189.700 κάτ. το 2003) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του νομού Αϊτσί. Βρίσκεται στο εσωτερικό του κόλπου Ίσε, στις εκβολές του ποταμού Σονάι και περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από την προσχωσιγενή πεδιάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”